- ατακτοποίητος
- και αταχτοποίητος, -η, -οο μη τακτοποιημένος, ο ακατάστατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τακτοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Φίλιππο Α. Οικονομίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατακτοποίητος — ατακτοποίητος, η, ο και αταχτοποίητος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τακτοποιήθηκε, που βρίσκεται σε αταξία, ασυγύριστος: Το καινούριο τους σπίτι ήταν ακόμη ατακτοποίητο. 2. αυτός που δε διευθετήθηκε, δεν ξεκαθαρίστηκε: Ο λογαριασμός εκείνος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη … Dictionary of Greek
αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
αδιάρθρωτος — η, ο (Α ἀδιάρθρωτος, ον) [διαρθρῶ] 1. αυτός που δεν διαρθρώθηκε, ασυναρμολόγητος, ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, ασύνδετος 2. (για τον λόγο) άναρθρος, συγκεχυμένος νεοελλ. (για έμβρυα) αυτό που δεν απόκτησε ακόμη άρθρα, μέλη τού σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αδιάρμιστος — η, ο [διαρμίζω] ακατάστατος, ασυμμάζευτος, ασυγύριστος, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
αδιάτακτος — και χτος, η, ο (Α ἀδιάτακτος, ον) [διατάσσω] ατακτοποίητος νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε διαταγή, που δεν τόν διέταξαν 2. ακατάστατος, ανάγωγος 3. αυτός που δεν συνετίσθηκε ή δεν είναι δυνατόν να συνετισθεί, ασύνετος, άμυαλος 4. αυτός που πέθανε… … Dictionary of Greek
αδιακανόνιστος — η, ο [διακανονίζω] αυτός που δεν διακανονίστηκε λεπτομερώς, δεν διευθετήθηκε, ατακτοποίητος, αρρύθμιστος … Dictionary of Greek
αδιακόσμητος — η, ο (Α ἀδιακόσμητος, ον) [διακοσμῶ] νεοελλ. αστόλιστος, ακαλλώπιστος αρχ. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος … Dictionary of Greek
αδιαρρύθμιστος — η, ο [διαρρυθμίζω] αυτός που δεν διαρρυθμίστηκε ή δεν μπορεί να διαρρυθμιστεί κατάλληλα, αμεταρρύθμιστος, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
αδιαφέντευτος — η, ο [διαφεντεύω] 1. αυτός που δεν διαφεντεύεται, δεν εξουσιάζεται 2. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος … Dictionary of Greek